παριστορώ

παριστορώ
-έω, ΜΑ [ιστορώ]
μσν.
διηγούμαι ψευδείς ιστορίες, ψευδολογώ
μσν.-αρχ.
1. μαθαίνω κάτι συμπληρωματικά, παρεμπιπτόντως, εν παρόδω
2. διηγούμαι, σημειώνω, παρατηρώ συμπτωματικά, παροδικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παριστορία — ἡ, Μ [παριστορώ] ψευδής ιστορία, ψευδής αφήγηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”